διαγιγνώσκει

διαγιγνώσκει
διαγιγνώσκω
know one from the other
pres ind mp 2nd sg
διαγιγνώσκω
know one from the other
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαγνωστικός — ή, ό (Α διαγνωστικός, ή, όν) [διαγιγνώσκω] 1. ο ικανός στο να διαγιγνώσκει 2. (για γιατρούς) ο ικανός να κάνει γρήγορη και ασφαλή διάγνωση κάποιας ασθένειας 3. αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη διάγνωση 4. το θηλ. ως ουσ. η διαγνωστική η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”